Στις 29 του μηνός Μαΐου του 1453 ξημέρωσε μια πικρή μέρα, ήταν η αποφράδα μέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ένας θρύλος λέει ότι ο παπάς που λειτουργούσε στην Αγιά Σοφιά, ακούγοντας τον καλπασμό των βαρβάρων που έρχονταν να μπούν στον μεγαλόπρεπο ναό, πήρε το δισκοπότηρο και βγήκε από το ιερό. Οι βάρβαροι του όρμησαν, αλλά εκείνος χάθηκε μέσα από μια σχισμή του τοίχου που άνοιξε και έκλεισε και τον κατάπιε με τρόπο μαγικό, και από τότε παραμένει εκεί, και θα βγεί –λέει ο θρύλος- για να συνεχίσει την λειτουργία μόνον όταν η πόλη ελευθερωθεί και φύγουν οι άπιστοι.
Την
πρωτη του Μάη εορταζεται η πρωτομαγιά σαν η μέρα των λουλουδιών και της
Άνοιξης, ημέραν κατά την οποίαν κρεμμάζουν άνθινα στεφάνια στα ανώφλια
των θυρών.
Ο
Μάιος είναι ο τελευταίος μήνας της Άνοιξης και είναι ο μήνας της χαράς και της
βλάστησης, όπου οι καρποι στα δεντρα αρχιζουν να δενονται και να σχηματιζονται.
Ονομάζεται μήνας των ανθέων, και όλη η φύση ευωδιάζει από τα αρώματα των
λουλουδιών: «Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα τσιαι τα πολλά τα ρόδα».
Κατά
την τρίτην του μήνα εορτάζει η Αγία Μαύρη, ημέραν κατα την οποίαν παλαιότερα
στην ύπαιθρο οι χωρικοί συνήθιζαν το έθιμο να εκδράμουν στην εξοχή όπου υπήρχαν
μάντρες αιγοπροβάτων, και εκεί οι βοσκοί τους πρόσφερναν δωρεάν γάλα, που το
έπιναν για να αποφύγουν το μαύρισμα από τον ήλιο του επερχόμενου καλοκαιριού.
Η
ζέστη του Μαΐου είναι πολύ μεγάλη με συνέπεια η χλόη να μαραίνεται, να
ξεραίνεται, και τα σπαρτά το ίδιο. Τα ρυάκια στερεύουν, οι λίμνες στεγνώνουν,
ενώ τα λιμνάζοντα νερά απορροφώνται από τη γη και εξατμίζονται από τον ήλιο. Είναι
τόσο μεγάλη η ζέστη αυτού του μήνα, που για αντιπαραβολή όταν ένας θέλει να
καταραστεί έτερον, του λέγει: «Νάσιης την κατάραν μου τσιαι τον Μάην να ριάς».
Η φράση εννοεί κατά το μήνα Μάιο που είναι πολύ θερμός και όλοι θερμαίνονται, ο
δεχόμενος την κατάρα, να έχει σύγκρυα και να ριά.
Τα
δειλινά του μήνα καλούνται ηλιοκάματα, διότι οι αχτίνες του ήλιου που βουτά,
είναι πολύ καφτερές. Αυτή η δυνατή καύση από τις ακτίνες του ήλιου
παραλληλίζεται με την φωτιά που καίει τις καρδιές των ερωτευμένων, γι αυτό
λογαριάζεται και ως μήνας των ερώτων, γι αυτό αν μια νέα αισθάνεται
εγκαταλελειμμένη από τον αγαπημένο της, εύχεται: «Μάη τσιαι μάεψε τον νέον που
μ αγάπαν».
Τον
Μάιο δεν τελούνται γάμοι γιατι πιστεύεται ότι δεν στεριώνουν ούτε ευδοκιμούν.
Με αυτόν τον τρόπον αποφεύγεται η σύγκριση και ο παραλληλισμός του ανθρώπινου
ζευγαρώματος, καθώς κατά αυτόν τον μήνα γίνεται το ζευγάρωμα των κτηνών τα
οποία γίνονται πολύ επικίνδυνα και επιθετικά κατά των ανθρώπων, ένεκα των
σεξουαλικών τους ορμονών.
Με
δοξασίες και μάγια θέλει η παράδοση να συνδέει το μήνα. Πολλοί πιστεύουν πως
είναι ο μήνας που πιάνουν τα μάγια από τις μάγισσες. Παλιά λογαριαζόταν ως
μήνας των νεκρών και οι ζωντανοί δεν έπρεπε να προσβάλλουν τους πεθαμένους. Τις
μέρες αυτές οι Αρχαίοι Έλληνες τελούσαν πένθιμες νεκρικές εορτές προς
εξευμενισμό των νεκρών και των δαιμόνων. Επίσης δεν τελούσαν χαρμόσυνες εορτές
ούτε γάμους, διότι πίστευαν ότι ένας εκ των συζύγων γρήγορα θα απεβίωνε. Γι
αυτό το λόγο, την Μεγάλη Πέμπτη που ζύμωναν και έψηναν τις φλαούνες, έφτιαχναν
και μια κουλούρα την οποία κρεμούσαν στο εικονοστάσι και την έτρωγαν την
Πρωτομαγιά, ώστε να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια.
Ακόμα οι χαροκαμένες μάνες που έχασαν παιδιά αποφεύγουν να τρώνε αγγούρια, διότι κατά αυτόν τον ανοιξιάτικον μήναν που όλα ευδοκιμούν υπέρμετρα, η μυρωδιά τους είναι τόσον ωραιοτάτη, που φτάνει μακριά ως τον ουρανό και την μυρίζονται οι πεθαμένοι, χωρίς όμως να μπορούν να τα γευτούν, για αυτό παραπονεμένοι αναθεματίζουν τη μάνα τους ως εξής: «Ανάθθεμα τη μάνα μου που τρώει τον Μάην αγγούρι, τσιαι εν επηρεν υπομονήν ναμπει ο Πρωτοϊούνης».
Ακόμα οι χαροκαμένες μάνες που έχασαν παιδιά αποφεύγουν να τρώνε αγγούρια, διότι κατά αυτόν τον ανοιξιάτικον μήναν που όλα ευδοκιμούν υπέρμετρα, η μυρωδιά τους είναι τόσον ωραιοτάτη, που φτάνει μακριά ως τον ουρανό και την μυρίζονται οι πεθαμένοι, χωρίς όμως να μπορούν να τα γευτούν, για αυτό παραπονεμένοι αναθεματίζουν τη μάνα τους ως εξής: «Ανάθθεμα τη μάνα μου που τρώει τον Μάην αγγούρι, τσιαι εν επηρεν υπομονήν ναμπει ο Πρωτοϊούνης».
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ